- σηματουργος
- σηματουργόςσημᾰτ-ουργόςὅ резчик эмблем Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σηματουργός — one who makes devices for shields masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηματουργός — ὁ, Α τεχνίτης που κατασκεύαζε εμβλήματα για ασπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα, ατος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. λιθ ουργός] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek